- περίλημμα
- περίλημμαembraceneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίλημμα — τὸ, Α [περιλαμβάνω] εναγκαλισμός, περίπτυξη … Dictionary of Greek
APHACE — urbs Libyae. Steph. Fuit et Aphacc, vel Aphaca, Palaestinae locus inter Helipolim, et Byblum, ubi fanum Veneris Aphacicidis. Eusebius in vita Constantini, l. 3. c. 53. Α῎λσος καὶ τέεμνος εν ἀκρωρείας μέρει τȏυ Λιβάνου εν Ἀφάκοις ἱδρυμένον. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
περιλημματικός — ή, όν, Α [περίλημμα] γραμμ. περιληπτικός, αυτός που, παρά το γεγονός ότι εκφέρεται σε ενικό αριθμό, σημασιολογικά δηλώνει πολλά πρόσωπα, ζώα ή πράγματα … Dictionary of Greek